Video Μαθητών από το Αρσάκειο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης

Παρουσιάζουμε τo Video των Μαθητών από το Αρσάκειο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα «Αγωγή στη Συγχώρηση»

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Δραστηριότητες Σχολείων

Video Μαθητών από το 1ο Γυμνάσιο Κορίνθου

Παρουσιάζουμε τo Video των Μαθητών του 1ου Γυμνάσιου Κορίνθου που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα «Αγωγή στη Συγχώρηση» και κέρδισε το τρίτο βραβείο στο Διαγωνισμό

Tagged with: , , ,
Αναρτήθηκε στις Δραστηριότητες Σχολείων

Video Μαθητών από το Γυμνάσιο Ίσθμιας

Παρουσιάζουμε τα Video των Μαθητών από το Γυμνάσιο Ίσθμιας που συμμετείχαν στο Πρόγραμμα «Αγωγή στη Συγχώρηση».

To 1o Video κέρδισε και το αντίστοιχο 1ο βραβείο στον αντίστοιχο Διαγωνισμό

 

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Δραστηριότητες Σχολείων, Συγχώρηση

Μια Πραγματική Ιστορία Από Την Εισβολή των Τούρκων Στην Κύπρο το 1974

Ήταν καλοκαίρι τού 1974. Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλουν στην Κύπρο. Και σκορπούν τὸ θάνατο. Στη Μόρφου συμβαίνει ένα συνταρακτικό γεγονός. Τούρκοι στρατιώτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς… Τοὺς φέρνουν στὴν αὐλὴ τού σπιτιού ενὸς ελληνοκύπριου δάσκαλου, καὶ τούς καταδικάζουν σὲ θάνατο. Ετοιμάζουν τα όπλα. Καὶ στήνουν τούς αιχμαλώτους (άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά) στὸν τοίχο. Θρήνος, κλαυθμός, οδυρμός. Τραγικές στιγμές γιὰ τούς μελλοθάνατους. Περιμένουν μέσα σὲ κλίμα φόβου καὶ αγωνίας τὸν Τούρκο αξιωματικό νὰ έλθει καὶ νὰ διατάξει «πυρ».

Στρέφουν τότε τὸ νοῦ τους καὶ τὴν καρδιά τους στὴν ελπίδα των απελπισμένων. Καὶ προσεύχονται όλοι τους θερμά γιὰ τὸ τελευταίο τους ταξίδι καὶ ιδιαίτερα ὁ δάσκαλος, «Θεέ μου, συγχώρησέ μας καὶ δέξου μᾶς κοντά σου. Μνήσθητι ἠμῶν, Κύριε, ἐν τὴ Βασιλεία Σου.» Ὁ τούρκος αξιωματικός έρχεται. Κοιτάζει τοὺς στρατιώτες του μὲ τὰ ὄπλα, κοιτάζει βλοσυρὸς καὶ τοὺς μελλοθάνατους. Ρίχνει μία ματιὰ πρὸς τὰ πάνω. Μία κληματαριὰ ἁπλώνεται καὶ σκεπάζει τὴν αὐλή. Ζητάει ένα τσαμπὶ σταφύλι, γιὰ νὰ παρατείνει έτσι σκόπιμα τὴν αγωνία τῶν αιχμαλώτων. Παίρνει τὸ τσαμπί. Μά, ενώ ετοιμάζεται νὰ τὸ φάει, ακούγεται δυνατή ἡ φωνή τοῦ δασκάλου:

-Μὴν τὸ φας! Προχτές τὸ ράντισα μὲ φάρμακο. Είναι ισχυρό δηλητήριο! Θὰ πεθάνεις!

Ὁ αξιωματικός μένει άναυδος. Καὶ γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:-Καλά, αφού ξέρεις, ὅτι σὲ λίγο θὰ δώσω διαταγή νὰ σάς σκοτώσουν, γιατί δὲν μὲ άφησες νὰ τὸ φάω καὶ έτσι νὰ μὲ εκδικηθείς;

Του απάντησε ὁ δάσκαλος, με ειρήνη καὶ γαλήνη:

-Είμαι χριστιανός. Καὶ τώρα πού πρόκειται νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αυτό, καὶ νὰ παρουσιασθώ ενώπιον του Θεοῦ, δὲν θὰ ήθελα νὰ βαρύνω τὴν ψυχή μου μὲ μία αμαρτία τόσο βαριά. Ὁ τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται, γιὰ μία ακόμη φορά.

Στρέφεται καὶ λέει στοὺς στρατιώτες του:

-Αν έβρισκα έναν τέτοιο τούρκο, θὰ έδινα καὶ τὴ ζωή μου ακόμα! Μαζέψτε τα όπλα καὶ αφήστε τοὺς ελεύθερους όλους!

Πηγή

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Δυο μαλωμένα αδέρφια πλήρωσαν ξυλουργό για να φτιάξει φράχτη ανάμεσα στα σπίτια τους – Εκείνος έκανε κάτι καλύτερο

Ακόμα κι αν αγαπάμε πραγματικά τα αδέρφια μας, υπάρχουν στιγμές που θα κάνουν κάτι που θα μας εκνευρίσει…
Ο θυμός που νιώθουμε εκείνη τη στιγμή, συνήθως μερικά λεπτά αργότερα εξαφανίζεται. Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που αυτός ο θυμός παραμένει και εξελίσσεται σε μια διαμάχη που μπορεί να κρατήσει μέρες, μήνες, ακόμη και χρόνια.

Αν έχετε αδέρφια η ιστορία που θα διαβάσετε στη συνέχεια μπορεί να σας φανεί οικεία. Αλλά να θυμάστε: Η συγχώρεση είναι το μυστικό.

Δύο αδέλφια, τα οποία ζούσαν σε διπλανά αγροκτήματα, κάποια στιγμή για μια ασήμαντη αφορμή μάλωσαν. Ήταν το πρώτο ρήγμα στη σχέση τους έπειτα από 40 χρόνια στα οποία ζούσαν αρμονικά ο ένας δίπλα από τον άλλον.

Δυο μαλωμένα αδέρφια πλήρωσαν ξυλουργό για να φτιάξει φράχτη ανάμεσα στα σπίτια τους. Εκείνος έκανε κάτι καλύτερο

Όλα αυτά τα χρόνια μοιράζονταν τα γεωργικά τους μηχανήματα, βοηθούσε ο ένας τον άλλον και έτρωγαν τις Κυριακές παρέα μαζί με τις οικογένειες τους. Πότε στο σπίτι του ενός και πότε στο σπίτι του άλλου.

Η παρεξήγηση τους όμως εκείνη τη μέρα, για μια ασήμαντη αφορμή, εξελίχθηκε σε έναν άγριο καυγά κατά τη διάρκεια του οποίου ειπώθηκαν πολύ άσχημες κουβέντες. Ακολούθησαν πολλές εβδομάδες σιωπής. Τα αδέρφια δεν μίλαγαν πια ο ένας στον άλλον. Προσπαθούσαν να μην συναντιούνται καν στο δρόμο ή στη πόλη.

Ένα πρωί κάποιος χτύπησε τη πόρτα του μεγαλύτερου αδερφού.

Εκείνος άνοιξε και είδε έναν άντρα. «Είμαι ξυλουργός και ψάχνω για δουλειά λίγων ημερών», του είπε. «Μήπως έχετε κάτι που θα μπορούσα να το φτιάξω;»

«Ναι», του απάντησε αυτός. «Έχω μια δουλειά για σένα».

«Βλέπεις αυτό το σπίτι απέναντι; Είναι ο γείτονάς μου. Για την ακρίβεια είναι ο μικρότερος αδερφός μου. Τον περασμένο μήνα ανάμεσα στα σπίτια μας υπήρχε ένα λιβάδι. Αυτός όμως πήρε μια μπουλντόζα και έσκαψε ένα βαθύ αυλάκι που με τις βροχές έγινε ποταμάκι. Μπορεί λοιπόν αυτός να έσκαψε αυλάκι, εγώ σκέφτηκα να κάνω κάτι ακόμα καλύτερο».

«Δίπλα στο στάβλο έχω πολλά ξύλα. Θέλω να τα πάρεις και να μου φτιάξεις ένα φράχτη τρία μέτρα ψηλό. Δεν θέλω να βλέπω ούτε το σπίτι του αλλά ούτε και το πρόσωπο του πια».

«Νομίζω ότι κατάλαβα τι θέλεις. Δείξε μου τα ξύλα, το πριόνι και τις πρόκες και θα σου φτιάξω αυτό ακριβώς που χρειάζεσαι».

Την επόμενη μέρα ο μεγαλύτερος αδελφός έπρεπε να πάει στην πόλη. Πριν φύγει, ετοίμασε όλα όσα χρειάζονταν ο ξυλουργός και τον αποχαιρέτησε ικανοποιημένος για αυτό που θα αντίκριζε το βράδυ.

Ο ξυλουργός εργάστηκε σκληρά όλη την ημέρα. Όταν με τη δύση του ηλίου ο μεγάλος αδερφός επέστρεψε, ο ξυλουργός είχε πια τελειώσει.

Δυο μαλωμένα αδέρφια πλήρωσαν ξυλουργό για να φτιάξει φράχτη ανάμεσα στα σπίτια τους. Εκείνος έκανε κάτι καλύτερο

Τα μάτια του αγρότη μόλις αντίκρισε αυτό που έφτιαξε ο ξυλουργός άνοιξαν διάπλατα. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Ο ξυλουργός δεν είχε φτιάξει φράχτη.. Έφτιαξε γέφυρα. Μια γέφυρα που ξεκινούσε από το χωράφι του, πέρναγε πάνω από το αυλάκι και κατέληγε στο χωράφι του αδερφού του.

Την στιγμή που την κοίταζε αποσβολωμένος, είδε τον αδερφό του να πλησιάζει χαμογελαστός προς το μέρος του με τεντωμένα τα χέρια.

«Αδερφέ μου δεν ξέρω τι να πω. Μετά από όλα αυτά που είπα και όλα αυτά που σου έκανα, εσύ έφτιαξες μια γέφυρα», του φώναξε.

Τα δύο αδέλφια συναντήθηκαν στη μέση της γέφυρας και αγκαλιάστηκαν σφιχτά συγκινημένοι.

Όταν ο μεγάλος αδερφός γύρισε για να ευχαριστήσει τον ξυλουργό, τον είδε να μαζεύει τα πράγματα του.

«Όχι περίμενε», του φώναξε. «Θέλω να μου κάνεις και άλλες δουλειές».

«Θα ήθελα πολύ να μείνω», του απάντησε ο ξυλουργός. «Αλλά έχω πάρα πολλές ακόμη γέφυρες να φτιάξω».

Πηγή

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Η ιστορία του Πέτρου Σουππουρή…

Πηγή

Ο 10χρονος Πέτρος ζούσε με την οικογένεια του στο Παλαίκυθρο (χωριό κοντά στη Λευκωσία, στην περιοχή που σήμερα είναι το αεροδρόμιο της Τύμπου). Η οικογένεια Σουππουρή είχε πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο νησί εκείνες τις μέρες, φιλοξενούσαν στο σπίτι τους και την οικογένεια Λιασή.

Στις 17 Αυγούστου το 1974…

Τουρκοκύπριοι σκότωσαν μπροστά στα μάτια του 10χρονου Πέτρου, τους γονείς και τα τρία του αδέλφια. Ο 8χρονος αδελφός του, ο Κώστας, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, γλίστρησε από την πίσω πόρτα και έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς του.

Η αυλή που μερικές μέρες πριν έπαιζε ανέμελα με τα αδέλφια του, ήταν γεμάτη από νεκρά σώματα. Πριν προλάβει καλά καλά να καταλάβει τι συνέβαινε, δέχθηκε μια ριπή που τον έριξε στο έδαφος δίπλα στον αδελφό του τον Γιάννη. Ο Πέτρος σε παλαιότερη συνέντευξή του αναφέρει: «Όταν μας πυροβόλησαν, εγώ και ο Γιάννης πέσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εγώ είχα τραυματιστεί, το ίδιο και ο Γιάννης που είχε ένα τραύμα από σφαίρα στο μάτι. Δεν θυμάμαι να κουνιόταν».

Ο Πέτρος έμεινε για ώρα αιμόφυρτος και τραυματισμένος σε τρία σημεία από τις σφαίρες. Δίπλα του νεκροί, ο πατέρας του Ανδρέας και η μητέρα του Αρετή, 40 και 39 ετών. Δίπλα τα τρία του αδέλφια, ο Γιάννης 9 ετών, ο Δημήτρης 7 ετών, και η 3χρονη Ιουλία. Στο ίδιο σημείο ήταν επίσης νεκρά και τα μέλη της οικογένειας Λιασή με το 12μηνο βρέφος τους.

Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν Τούρκοι στρατιώτες που περιέθαλψαν τους τραυματίες και έθαψαν τους νεκρούς σε ομαδικό τάφο. Ο Πέτρος δεν ήξερε τι έγινε ο Κώστας. Τα δύο αδέλφια που γλύτωσαν, συναντήθηκαν λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο κίνδυνος για τη ζωή τους δεν είχε απομακρυνθεί. «Θέλανε να μας σκοτώσουν για να μη μιλήσουμε για όσα είδαμε», είπε σε μια συνέντευξη  ο Πέτρος. «Στο χωριό Βώνη, όπου μας είχαν μαζέψει, κάθε μέρα δολοφονούσαν Ελληνοκύπριους και βρίσκαμε τα πτώματα την επόμενη ημέρα σε διάφορα σημεία», έπειτα συνεχίζει: «Με την παρέμβαση του Γλαύκου Κληρίδη και του Ραούφ Ντενκτάς μάς παρέδωσαν στον Ερυθρό Σταυρό και μεταφερθήκαμε στις ελεύθερες περιοχές τον Σεπτέμβριο του 1974».
Ο Πέτρος και ο αδελφός του ο Κώστας μεγάλωσαν κοντά στους θείους τους και μπόρεσαν να σπουδάσουν με την οικονομική βοήθεια του Ιδρύματος Μποδοσάκη, με το οποίο τους έφεραν σε επαφή οι δημοσιογράφοι Γιάννης Μαρίνος και Ουρανία Λαμψίδου. Ο Κώστας έγινε αστυνομικός και ο Πέτρος πιλότος. Τα δυο αδέλφια μένουν με τις οικογένειά τους στη Λευκωσία.

Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003…

Ο Πέτρος βρήκε τη δύναμη και πήγε στο Παλαίκυθρο, στο σπίτι και στην αυλή του. Πόση δύναμη χρειάστηκε άραγε για να τα καταφέρει; Μπορεί κάποιος να φανταστεί πως ένιωσε εκείνη τι στιγμή αυτός ο άνθρωπος;

Ο κύριος Πέτρος Σαππουρής αναφέρει στο ant1iwo με περισσότερες λεπτομέρειες την ιστορία του:

Αύγουστος του 1974…

Μπήκαν στο σπίτι μας νεαροί Τουρκοκύπριοι κρατώντας όπλα. Αρχικά, έβγαλαν τους ενήλικες από το σπίτι και τους οδήγησαν στην αυλή του σπιτιού μας. Μεταξύ αυτών, τον πατέρα μου και την μητέρα μου. Εντωμεταξύ, ένας από αυτούς, δεν κρατούσε όπλο αλλά μια μεγάλη σωλήνα αλουμινίου που κτυπούσε με δύναμη τον πατέρα μου στην πλάτη. Όταν βρέθηκε (με την ταυτοποίηση λειψάνων) διαπιστώθηκε ότι είχε σπασμένη σπονδυλική στήλη και ο λόγος ήταν τα χτυπήματα από τη σωλήνα.

Τον κτυπούσε με τόση δύναμη, που έπεφτε στο χώμα σπαράζοντας από τον πόνο. Θυμάμαι που προσπαθούσε να σηκωθεί στα πόδια του και κάθε φορά κοιτούσε τους δολοφόνους του με πόνο στα μάτια. Παράλληλα, γύριζε το κεφάλι του και προς το μέρος μας, μάς κοιτούσε και δεν έλεγε τίποτα.Τον κτυπούσουν ξανά και ξανά…

Η μητέρα μου κατάφερε να τρέξει και να φέρει από  τη φάρμα ένα κουβά γάλακτος, στον οποίο έκρυβε τα χρυσαφικά της κατά τη διάρκεια της εισβολής. Τα έδωσε στους Τουρκοκύπριους εκλιπαρώντας τους να σταματήσουν και να φύγουν. Εκείνοι όμως συνέχισαν να κτυπάνε τον πατέρα μου στην πλάτη με τη βαριά σωλήνα. Έπεσε και σηκώθηκε ίσως πάνω από εφτά φορές και στο τέλος τον πυροβόλησαν μαζί με τα άλλα 21 άτομα που ήταν στο σπίτι μας.

Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι θα τον σκότωναν, αλλά έλπιζε ότι ίσως ένα από τα παιδιά του θα ήταν τυχερό και θα έμενε ζωντανό.  Χωρίς καθόλου να μιλήσει, κατάφερε να μας δώσει  το τελευταίο μάθημα ζωής.  Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να μας έλεγε “όσες φορές και να σας ρίξουν κάτω τα χτυπήματα, εσείς πρέπει να σηκώνεστε όρθιοι και να συνεχίζετε πάντοτε με ταπεινοφροσύνη και θάρρος”. Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα από τον πατέρα μου…

Πολλοί συμπατριώτες μας με ρωτάνε: «Πως  συγχώρεσες αυτούς τους εγκληματίες; Αυτούς που έκαναν αυτά τα εγκλήματα;» Τους συγχώρεσα ελπίζοντας πως θα μπορέσω ταπεινά, να διδάξω και εγώ την αξία της συγχώρεσης στα παιδιά μας. Μόνο έτσι μπορούμε να πάμε μπροστά ως Κύπρος. Εκπαιδεύοντας τα παιδιά μας στις αξίες ηθικής όπως η ακεραιότητα, η ταπεινοφροσύνη, η πίστη, η εγκράτεια, το θάρρος, η  δικαιοσύνη, η υπομονή, η εργατικότητα, η απλότητα και η μετριοφροσύνη.

Δεν είναι αρκετό να τα λέμε, πρέπει να τα εφαρμόζουμε και να είμαστε το παράδειγμα για την επόμενη γενιά. Εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσουμε να  σκοτώσουμε το σκουλήκι του ρατσισμού  που είναι μέσα μας και μέσα στα παιδιά μας. Όταν εμείς αλλάξουμε τον εαυτό μας, τότε θα κάνουν και τα παιδιά μας το ίδιο. Ξέρω ότι θα περάσουν χρόνια αλλά πιστέψτε με, το αξίζει  αυτός ο τόπος»

Στην ερώτηση των δημοσιογράφων αν ήθελε αλλά και αν έψαξε ποτέ να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που εξαιτίας τους έχασε ότι πιο όμορφο είχε στη ζωή και στη ψυχή του, ο Πέτρος είχε πει:«Ποτέ δεν έψαξα να μάθω τα ονόματά τους. Δε θέλω να μάθω. Δεν έχει σημασία. Οι εγκληματίες είναι εγκληματίες και δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε μια βεντέτα και να μην προσπαθήσουμε να δούμε μπροστά ώστε να μην ξανασυμβούν τέτοια πράγματα».

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Η ιστορία της Samereh Alinejad

Η Samereh Alinejad δηλώνει πως δεν είχε πρόθεση να συγχωρέσει το δολοφόνο του γιου της, μέχρι τη στιγμή που ζήτησε να αφαιρέσουν τη θηλιά από το λαιμό του. Η ιδέα του ότι μπορούσε η Samereh Alinejad να συγχωρέσει το δολοφόνο του γιου της, ήρθε πρώτα στον ύπνο της. Ήταν ένα μήνυμα που δεν ήθελε να ακούσει.
Ο Abdollah Hosseinzadeh μαχαιρώθηκε και σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή στο δρόμο, το Φθινόπωρο του 2007, όταν ήταν μόλις 18. Γνώριζε το δολοφόνο του, τον Balal. Οι δυο τους έπαιζαν μαζί ποδόσφαιρο. Ο Abdollah ήταν ο δεύτερος γιος που έχανε η Alinejad, αφού ο νεότερος γιος της πέθανε σε ατύχημα με μοτοσικλέτα όταν ήταν 11. Χαμένη στη θλίψη της, ήταν αποφασισμένη ότι ο Balal θα έπρεπε να κρεμαστεί. Όμως καθώς η ημερομηνία της εκτέλεσης του Balal πλησίαζε, ο Abdollah εμφανίστηκε στη μητέρα του σε μια σειρά από έντονα όνειρα. «Δέκα μέρες πριν γίνει η εκτέλεση, είδα το γιο μου σε ένα όνειρο, ζητώντας μου να μην πάρω εκδίκηση, αλλά δε μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να συγχωρήσει το δολοφόνο», λέει στη Guardian. «Δυο βράδια πριν από την εκτέλεση, τον είδα πάλι στο όνειρο μου, όμως αυτή τη φορά αρνήθηκε να μου μιλήσει.» Τις πρώτες πρωινές ώρες της περασμένης Τρίτης, η Alinejad ήταν έξω από τις πύλες των φυλακών Nour, ανάμεσα στο πλήθος που συγκεντρώθηκαν για την εκτέλεση του Balal. Λίγα δευτερόλεπτα ίσως πριν αναγκαστεί να αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Balal ικετεύσε για έλεος. «Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με» φώναξε, «έστω για τη μαμά και το μπαμπά μου». Οι άλλοι στο πλήθος παρακολουθούσαν τη σκηνή με αγωνία, και παρακαλούσαν επίσης την οικογένεια να χαρίσει τη ζωή στον Balal. Τότε η μοίρα του Balal, πήρε μια αναπάντεχη τροπή. Η Alinejad ανέβηκε σε ένα σκαμνί, και αντί να σπρώξει την καρέκλα του, τον χαστούκισε. «Μετά από αυτό, αισθάνθηκα ότι η οργή εξαφανίστηκε από την καρδιά μου. Ένιωσα σαν το αίμα στις φλέβες μου να άρχισε να ρέει και πάλι.» είπε. «Ξέσπασα σε δάκρυα και φώναξα το σύζυγο μου για να αφαιρέσει τη θηλιά.» H Samereh Alinejad, δεξιά, χαστουκίζει τον Balal που δολοφόνησε τον γιο της.
H Samereh Alinejad, δεξιά, χαστουκίζει τον Balal που δολοφόνησε τον γιο της. Η Kobra, η μητέρα του Balal ξέσπασε σε αναφιλητά, και διέσχισε το φράχτη που χώριζε το πλήθος από την περιοχή της εκτέλεσης, αγκάλιασε την Alinejad και έσκυψε για να φιλήσει τα πόδια της – μια χειρονομία σεβασμού και ευγνωμοσύνης. «Δεν της επέτρεψα να το κάνει, πήρα το χέρι της και την σήκωσα όρθια… Ήταν απλά μια μητέρα σαν κι εμένα στο κάτω κάτω.» Ο Arash Khamoushi, φωτογράφος για το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων Isna, κατέγραψε τη σκηνή σε μια σειρά από εικόνες που πλημμύρισαν το ίντερνετ, τις εφημερίδες και τις τηλεοπτικές εκπομπές σε όλο τον κόσμο.
Πηγή: www.lifo.gr
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Η ιστορία της Κάρλα Φαίη Τάκερ

Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή για να χαρούν για το θάνατό της. Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: «Είθε ο Παράδεισος να σε βοηθήσει. Είναι τόσο σίγουρο όσο η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε βοηθήσουμε!»

Μέσα στη φυλακή, ωστόσο, ένας άνδρας, ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες:

«Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς  (ήταν 13 Ιουλίου του 1983)  χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε, «Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε.» Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου, και με είχε μεγαλώσει. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς  μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή  και γι’ αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύ ιδιαίτερο.

H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου, και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου.

Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ’ όλο της το σώμα, και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της.  Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε, και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην,  τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί,τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν ..».

ToXιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα, και η πόλη ζούσε σε φόβο. Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι – δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ – παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθησαν, φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος, και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».

Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές.

«Συχνά μεθούσα, και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ότι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου…

Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου. Εκείνο το βράδυ όμως αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο, και άρχισα να διαβάζω.

Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα το Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού έκλεισα απότομα το βιβλίο. Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά όπως ποτέ πριν: «Θεέ μου», σκέφτηκα, «σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!».

Τότε έπεσα στα γόνατά μου  και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό – και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι, και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ.

Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο, και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών – εκείνη η γραμμή που λέει «συγχώρησέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε» – πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: «Δεν θα συγχωρηθείς αν δεν συγχωρήσεις.» Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : «Δεν μπορώ Εγώ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο». Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, «Καλά, Ρον, Εσύ δεν μπορείς. Αλλά μέσω Εμένα μπορείς».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο, και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. «Θα πρέπει να πας εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου», μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία, και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα.

Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα. Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, «Ποιος είπες ότι είσαι;» Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα.

Είπα, «Κάρλα, ό,τι και να βγει απ’ αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ, και δεν έχω τίποτα εναντίον σου.» Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου».

Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα, και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη, επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό, και ότι η πίστη της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι’ αυτήν:

«Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποι μπορεί να αλλάξουν και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.

Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής, και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες – μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό». Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, ενόσω αυτή ανέμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια, και επίσης αλληλογραφούσε με αυτήν. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι.

Θυμάται: «Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα – ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα, και ότι πιθανώς «τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της». ΄Ενας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν που σε λίγο θα ήταν νεκρή.»

Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της. Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: «Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει – να με αγαπήσει ενεργά;» Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλά ποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή, και η ελπίδα – η υπόσχεση – ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα». Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα … ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσω του θανάτου μου».

Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: «Δεν ωφελεί … Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα …».

(Μετάφραση από το περιοδικό The Plough Reader, Άνοιξη 2000). Επιμέλεια: π. Δημήτριος Αθανασίου.

Πηγή

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Ο Κολοκοτρώνης και η συγχώρηση του φονιά του αδελφού του.

Αφού γύρισε λοιπόν κάθε γωνιά της Πελοποννήσου, ο Στρατηγός πέρασε απέναντι στις Σπέτσες, στο νησί της συμπεθέρας του της Μπουμπουλίνας. Έκλαψε άλλη μια φορά και γι’ αυτή και για τον επίσης αδικοχαμένο γιο του, που είχε παντρευτεί την κόρη της. Είχαν δολοφονηθεί και οι δύο! Στη συνέχεια, σαν καλός Χριστιανός έσπευσε να συγχωρεθεί με το Μέξη. Το ίδιο έκανε και με τον Κουντουριώτη στην Ύδρα. Η βαθιά του Πίστη τον έκανε πάντα να συγχωρεί. Όπως εξιστορεί και ο Π. Σούτσος «κατά τα τελευταία έτη της ζωής του υπήρξε απλούς, αθώος και ήπιος, ως βρέφος … Φιλιότανε με τους παλιούς εχθρούς του και με κάθε άνθρωπο που είχε ψυχραθεί». Όμως πάντα ήταν πραγματικά ανεξίκακος. Κάποτε πολλά χρόνια πριν, τον είχε πλησιάσει αυτός που είχε σκοτώσει τον αδελφό του εκτελώντας εντολή των Τούρκων. Πίστευε ίσως ότι ο Γέρος του Μοριά δεν θα τον αναγνώριζε. Ήταν μάλιστα τόσο το θράσος του που φορώντας τον ολόχρυσο ντουλαμά του θύματος, τόλμησε να του ζητήσει και μια χάρη. Ο Κολοκοτρώνης αναστέναξε βαθιά. Άλλος θα όρμαγε πάνω του να τον σκοτώσει. Αυτός όμως έκανε το αντίθετο. Τον δέχθηκε με την καλοσύνη και την ταπεινότητα που του υπαγόρευε το μεγαλείο της γενναίας ψυχής του. Δεν τον εξυπηρέτησε μόνο, αλλά τον κράτησε φιλόξενα και για βραδινό φαγητό.

Στο ίδιο τραπέζι έκατσε κι η μάνα του. Μόλις αναγνώρισε το χρυσοκέντητο επενδύτη του δολοφονημένου παιδιού της, ξέσπασε σε κλάματα. Μέσα στη δικαία της αγανάκτηση  τα έβαλε με τον Στρατηγό. «Πώς βάζεις στο τραπέζι μας το φονιά του αδελφού σου;» του είπε μέσα από τα αναφιλητά της. Αμέσως όμως πήρε μια αληθινά Χριστιανική απάντηση από το στόμα του μεγαλόψυχου γιου της: «Σώπασε μάνα, εγώ τον συγχώρεσα και αυτό το τραπέζωμα είναι το καλύτερο μνημόσυνο για τον μακαρίτη τον αδελφό μου!» και μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο πια, ξέσπασε και εκείνος σε κλάματα.

Tagged with: , ,
Αναρτήθηκε στις Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση

Η περίπτωση του Έριχ Κέστνερ

Το 1952 ένας Γερμανός, ο Έριχ Κέστνερ , θέλησε να επισκεφθεί το νησί της Κρήτης. Η γερμανική πρεσβεία πίστευε ότι ήταν πολύ νωρίς με τις νωπές μνήμες από τα ολοκαυτώματα στα χωριά της Κρήτης και τις πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες. Όμως, ο Γερμανός πήγε και επισκέφθηκε και το γερμανικό νεκροταφείο, εκεί που είχαν ταφεί οι Γερμανοί στρατιώτες που είχαν χάσει τη ζωή τους στη περίοδο της κατοχής. Και εκεί με έκπληξη είδε μια ζωντανή ψυχή, μια μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα….

«Την πλησίασα», λέει ο Κέστνερ «και τη ρώτησα:- Είστε από εδώ; – Μάλιστα. – Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς». Απαντά η γυναίκα: «Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ’41 με ’44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου»….

Πηγή

Tagged with: ,
Αναρτήθηκε στις Blog, Ιστορίες Συγχώρησης, Συγχώρηση